ἀλλεπαλληλία

ἀλλεπαλληλία
ἀλλεπαλληλία, ,
A accumulation, Eust.12.3. [full] ἀλλεπάλληλος, ον, one upon another, successive,

ῥανίδες EM702.20

; νῆσσαι Sch.Arat. 982; cumulative, σύνθεσις (as in συν-ομ-ήλικες) EM291.37; τὸ ἀ. accumulation, Paus.9.39.4; alternating, varying, δρόμοι Vett. Val.331.22; constantly changing,

ἀποτελέσματα 243.29

. Adv. -ως in varied style, 272.23:—also, in layers, of stones, Arg.E.Ph.:—perh. to be written divisim ἄλλ' ἐπ., Alciphr.Fr.6.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλεπαλληλία — ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc/acc dual ἀλλεπαλληλίᾱ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλεπαλληλίᾳ — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλεπαλληλία — η (Μ ἀλλεπαλληλία) [ἀλλεπάλληλος] αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή …   Dictionary of Greek

  • ἀλλεπαλληλίας — ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc pl ἀλλεπαλληλίᾱς , ἀλλεπαλληλία accumulation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλεπαλληλίαι — ἀλλεπαλληλίᾱͅ , ἀλλεπαλληλία accumulation fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλεπαλληλίαν — ἀλλεπαλληλίᾱν , ἀλλεπαλληλία accumulation fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλεπάλληλος — η, ο (Α ἀλλεπάλληλος, ον) ο ένας επάνω στον άλλο, ο ένας μετά τον άλλο, αλληλοδιάδοχος, συνεχής, πυκνός, συχνός αρχ. 1. εναλλασσόμενος, μεταβαλλόμενος, ποικίλος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλλεπάλληλον 3. επίρρ. ἀλλεπαλλήλως κατά σωρούς, σωρηδόν.… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοδιαδοχή — η το να διαδέχεται ο ένας τον άλλον, διαδοχική εναλλαγή, αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + διαδοχή] …   Dictionary of Greek

  • διαδοχικότητα — η 1. το να γίνεται κάτι διαδοχικά 2. το να είναι κάτι διαδοχικό, η αλλεπαλληλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 σε χειρόγραφα τού συλλόγου «Κοραής» στην Αθήνα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”